- απεσταγμένος
- η , ο[ν] дистиллированный;
απεσταγμένον ύδωρ — дистиллированная вода
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
απεσταγμένον ύδωρ — дистиллированная вода
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
απεσταγμένος — κ. αποσταγμένος, η, ο βλ. αποστάζω … Dictionary of Greek
αποστάζω — αποστάζω, απόσταξα και απέσταξα, αποσταγμένος και απεσταγμένος βλ. πίν. 23 Σημειώσεις: αποστάζω : σπάνια χρησιμοποιείται στην παθητική φωνή (αποστάζομαι, βλ. πίν. 24 ). Η μτχ. αποσταγμένος / απεσταγμένος και ως επίθετο … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
μπράντι — Στην Ελλάδα, που είναι οινοπαραγωγός χώρα, ακμάζει η βιομηχανία απόσταξης εκλεκτών κρασιών για την παρασκευή του κ., το οποίο συναγωνίζεται σε ποιότητα το γαλλικό. Για την παρασκευή του ελληνικού κ. χρησιμοποιούνται εκλεκτά σταφύλια και… … Dictionary of Greek